Το 1935 στη Γερμανία και την Ιταλία οι δύο δικτάτορες Αδόλφος Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι αντίστοιχα, βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμής τους και απειλούσαν την Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά οι συμμαχικές από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο δυνάμεις Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία υπέκυπταν σε όλους τους εκβιασμούς των δικτατόρων εν ονόματι της φιλειρηνικότητας.
Το 1937 η Γερμανία και η Ιταλία υπογράφουν συμφωνία με την οποία υλοποιείται συμμαχία, ο λεγόμενος ‘Aξονας, στον οποίο αργότερα θα προσαρτηθεί και η κατακτημένη Αυστρία. Το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο και όλη η Ευρώπη παρακολουθεί ανήσυχα τις εξελίξεις. Έπειτα από δύο χρόνια, την άνοιξη του ‘39 η Ιταλία καταλαμβάνει την Αλβανία, αλλά παρόλο που η χώρα μας αποκτά σύνορα με τον Άξονα, στο εσωτερικό επικρατεί σχετική ηρεμία, καθώς η Αγγλία και η Γαλλία εγγυούνται την ακεραιότητα των εδαφών μας. Την κατάσταση ενισχύουν και οι διαβεβαιώσεις του Ιταλού πρέσβη Γκράτσι ότι η Ιταλία δε θα αναλάβει καμία «ειδική πολεμική πρωτοβουλία κατά της Ελλάδας».
Ωστόσο, από τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου η Ιταλία αλλάζει στάση βομβαρδίζοντας πλοία και υποβρύχια του ελληνικού στόλου με αποκορύφωση τον τορπιλισμό του ευδρόμου “Έλλη” στις 15 Aυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου. Όλες οι προκλήσεις έπεσαν στο κενό μπροστά στην άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να απαντήσει. Έτσι στις 2 τα ξημερώματα της 28ης Oκτωβρίου 1940, Ιταλός πρόξενος στην Αθήνα Γκράτσι παραδίδει τελεσίγραφο στον Ιωάννη Μεταξά που απαιτούσε «την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος και τον έλεγχο πλήθους στρατηγικών σημείων της χώρας». Ο Μεταξάς, συντασσόμενος με την κοινή βούληση του ελληνικού λαού αρνείται και οι Ιταλοί κηρύττουν αυτόματα τον πόλεμο στην Ελλάδα. Η Μάχη της Ελλάδας θα διαρκέσει 216 ημέρες και διακρίνεται σε 3 περιόδους: την αρχική άμυνα της χώρας (28/10/’40 μέχρι 13/11/’40), την αντεπίθεση, οπότε ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει σημαντικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου (14/11/’40 μέχρι 28/12/49, και τη συντριβή της περιβόητης “εαρινής επίθεσης” των Ιταλών (29/12/’40 μέχρι 5/4/41).
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου το ιταλικό προβολικό αρχίζει να βάλλει εναντίον των τμημάτων προκαλύψεως στα ελληνοαλβανικά σύνορα με την υποστήριξη και αεροπορικών δυνάμεων. Τη γραμμή άμυνας είχαν οργανώσει ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος και ο σ/χης Κωνσταντίνος Δαβάκης, επικεφαλής της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και του Αποσπάσματος Πίνδου αντίστοιχα. Αυτά τα δύο σώματα στρατού συγκράτησαν το μεγαλύτερο όγκο της Ιταλικής επίθεσης και χάρισαν τις πρώτες ελληνικές νίκες. Παράλληλα υπογράφονται τα διατάγματα της επιστρατεύσεως και της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας. Στο άκουσμα των ειδήσεων αυτών, σαν σε λαϊκό πανηγύρι, οι στρατεύσιμοι προσέρχονται προς ενίσχυση των μονάδων τους. Συγκινητικές στιγμές εκτυλίσσονται σε όλα τα σπίτια και τους σταθμούς, καθώς κάθε μάνα, σύζυγος, αδερφή και κόρη αποχαιρετά το δικό της άνθρωπο που με χαρά πηγαίνει να υπερασπιστεί την πατρίδα. Απ’ όπου κι αν περνούν οι Έλληνες στρατιώτες γίνονται αντικείμενα έντονων εκδηλώσεων λατρείας από τον άμαχο πληθυσμό.
Οι δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο ήταν πολλές. Ο χειμώνας του ‘40 ήταν πολύ σκληρός. Το κρύο στα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας ήταν ανυπόφορο και πολλοί ήταν εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους από αυτό, ενώ ακόμη περισσότεροι υπέστησαν κρυοπαγήματα. Μόνη παρηγοριά των φαντάρων μας η πίστη τους στην ελευθερία και η σκέψη πως όλο το έθνος προσδοκούσε από αυτούς τη σωτηρία του. Εκτός από το ανελέητο κρύο ο ελληνικός στρατός είχε να αντιμετωπίσει και την έλλειψη τροφίμων, εξοπλισμού και πολεμοφοδίων. Στερούνταν ακόμη και τα βασικά είδη, ενώ πολλές φορές αναγκάζονταν να προχωρούν για χιλιόμετρα χωρίς σταματημό προκειμένου να φτάσουν το δυνατό γρηγορότερα στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε ο ελληνικός στρατός το απαράμιλλο θάρρος του τον οδήγησε στην απόκρουση των Ιταλικών μεραρχιών και στις πρώτες νίκες. Από το Δεκέμβριο του 1940 αρχίζουν να καταλαμβάνονται οι πρώτες πόλεις στην Αλβανία. Κορυτσά, Μοσχόπολις, Πόγραδετς, Πρεμετή, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο , Χειμάρρα, Κλεισούρα η μία μετά από την άλλη περιέρχονται στους Έλληνες στρατιώτες , οι οποίοι γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό από τους κατοίκους.
Σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των Ελλήνων στρατιωτών – υλική και ηθική – έπαιξαν οι γυναίκες. Όλη η χώρα γέμισε αφίσες που καλούσαν τις πατριώτισσες να πλέξουν κάλτσες, γάντια, ρούχα για να τα στείλουν στο μέτωπο στους στρατιώτες που μάχονταν δύο εχθρούς, τους Ιταλούς και το κρύο. Ιδιαίτερα οι γυναίκες τις Πίνδου επέδειξαν ιδιαίτερο ηρωισμό τις δύσκολες ώρες του πολέμου. Περπατώντας μέσα στα χιόνια, από μονοπάτια που ακόμη και τα μουλάρια δυσκολεύονταν να διασχίσουν, φορτωμένες με τρόφιμα, ρούχα, πυρομαχικά, αψηφώντας το κρύο και τους Ιταλούς έφταναν στα στρατόπεδα των Ελλήνων και τους προμήθευαν με τα απαραίτητα.
Έτσι πέρασε ο χειμώνας και έφτασε ο Απρίλιος του 1941.Ο Χίτλερ αποφάσισε να συνδράμει το σύμμαχό του Μουσολίνι, μεριμνώντας ταυτόχρονα για την εξασφάλιση των βαλκανικών του νώτων, ενόψει της επίθεσής του στη Σοβιετική Ένωση. Στις 6 Aπριλίου 1941 περικύκλωσαν τις ελληνικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν τα συνοριακά μακεδονικά οχυρά, μαζί με μια μικρή βρετανική εκστρατευτική δύναμη από Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες. Τα θύματα πολλά κι οι ηρωικές πράξεις των ήδη εξαθλιωμένων υπερασπιστών των συνόρων μας έγραψαν με χρυσά γράμματα την ιστορία. Οι υπερασπιστές των βόρειων οχυρών μας, όπως εκείνου του Ρούπελ, αρνούνται να παραδοθούν και δεν το κάνουν παρά μόνο όταν επιβεβαιώνουν τη συνθηκολόγηση της χώρας. Ο γερμανικός στρατός κατοχής προελαύνει και μπαίνει στην Αθήνα στις 27 του Απρίλη. Κανένας κάτοικος της πρωτεύουσας δε βγήκε από το σπίτι του εκείνο το πρωινό. Κανένας δεν επέτρεψε στον κατακτητή να νιώσει ότι ήταν ευπρόσδεκτος. Όλοι στάθηκαν πίσω από αμπαρωμένες πόρτες και παράθυρα.
Ο βασιλιάς και η κυβέρνηση, καθώς και βρετανικές δυνάμεις που μάχονταν μαζί με τους Έλληνες, μεταφέρθηκαν στην ακόμα ελεύθερη Κρήτη. Στις 20 Μαΐου, άρχισε η γερμανική επίθεση που συνάντησε μια σθεναρή αντίσταση, παρόλη την ελλιπέστατη αμυντική οργάνωση του νησιού. Έλληνες, Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες, καθώς και οπλισμένοι κάτοικοι, περίμεναν τον εχθρό στα σημεία που προβλεπόταν η απόβασή του και τον αποδεκάτισαν. Μόλις την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατάφεραν με κόπο να αποβιβαστούν και να ξεκινήσουν σκληρές μάχες με τους αμυνόμενους, που υποχωρούσαν βήμα βήμα πολεμώντας πεισματικά, ώσπου η υπεροπλία του εχθρού τούς κατέβαλε οριστικά. Ας σημειωθεί ότι η δεκαήμερη επιχείρηση κόστισε στους Γερμανούς περισσότερα θύματα απ’ όσα είχαν σε ολόκληρη την επιχείρηση κατά τηςΓιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Με την κατάληψη της Κρήτης στο τέλος του Mαΐου, η Ελλάδα πέρασε οριστικά στην κατοχή των Γερμανών ενώ ο βασιλιάς και η κυβέρνηση εγκατέλειψαν τη χώρα για να εγκατασταθούν τελικά στο Κάιρο της Αιγύπτου, μαζί με τα υπολείμματα των ελληνικών δυνάμεων.
Έτσι ξεκίνησε για τους Έλληνες η κατοχή και η επιβολή της “Nέας Tάξης”, που σήμανε τη συσσώρευση εξαιρετικών δεινών και δοκιμασιών για τον ελληνικό λαό.
Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Η χώρα χωρίζεται σε τρεις ζώνες κατοχής – γερμανική, ιταλική και βουλγαρική. Απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας επικρατεί κλίμα τρομοκρατίας για να καμφθεί η αντίσταση και το φρόνημα του ελληνικού λαού. Η πρόβλεψη θανατικής ποινής για την ελάχιστη ενέργεια που απέκλινε από τις διαταγές της κατοχικής διοίκησης (όπως η ακρόαση ραδιοφώνου), οι καθημερινές εκτελέσεις ομήρων και οι ομαδικές εξοντώσεις κατοίκων ολόκληρων χωριών ως αντίποινα για δολιοφθορές σε βάρος του στρατού κατοχής, οι επί τόπου εκτελέσεις πολιτών υποδεικνυόμενων ως αντιστασιακών από Έλληνες δοσίλογους στα λεγόμενα “μπλόκα”, οι φυλακίσεις και οι βασανισμοί, οι εκτοπίσεις Ελλήνων στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης συναπάρτιζαν την κατασταλτική μηχανή των Γερμανών απέναντι σε κάθε αντιστασιακή ενέργεια.
Οι Γερμανοί επιτάσσουν κάθε φυσικό πόρο και απόθεμα της χώρας για την τροφοδοσία του στρατού τους. Παράλληλα η «υποχρέωση» των Ελλήνων να συντηρούν τις κατοχικές δυνάμεις έκαναν αδύνατη τη τροφοδοσία του λαού και παρέλυσαν την οικονομία της χώρας. Ο πληθωρισμός εκτοξεύεται και η «μαύρη αγορά» ανθεί. Αναπόφευκτα έρχεται η πείνα. Η πείνα που θέριζε όλους, χωρίς εξαίρεση. Στις γωνιές των δρόμων οι τενεκέδες με τα σκουπίδια των Γερμανών περίμεναν, όχι το αυτοκίνητο να τα μαζέψει, αλλά τους πεινασμένους ανθρώπους να βρουν κάτι φαγώσιμο: λεμονόκουπες, φύλλα κρεμμυδιού. .. οτιδήποτε. Η λέξη «πεινώ» αντηχούσε συνεχώς στα αυτιά και συχνά πυκνά κάποιος λιποθυμούσε ή ξεψυχούσε στη μέση του δρόμου μην αντέχοντας άλλο το μαρτύριο. Ο χειμώνας του ΄40-΄41 αποδείχθηκε βαρύς…
Ωστόσο, η Ελλάδα βρήκε το θάρρος και το κουράγιο να αντισταθεί. Για την αντιμετώπιση της πείνας οργανώθηκαν συσσίτια τόσο από την Εθνική Αλληλεγγύη και τον Ερυθρό Σταυρό όσο και από τον Εκκλησιαστικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.), ενώ από την πρώτη κιόλας στιγμή της Κατοχής, ο ελληνικός λαός προέβη σε αυθόρμητες πράξεις αντίδρασης, ατομικά και συλλογικά, που εξέφραζαν βούληση αντίστασης. Επιπλέον δεν άργησαν να οργανωθούν και οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις από το φθινόπωρο του 1941. Από τις πρώτες τέτοιες ενέργειες, και κορυφαία για τη συμβολική της αξία, αποτέλεσε η υποστολή από την Ακρόπολη και καταστροφή της ναζιστικής σβάστικας από δυο νεαρούς φοιτητές, το Μανόλη Γλέζο και το Λάκη Σάντα, το Μάιο ακόμα του 1941. Σύσσωμος ο πληθυσμός έλαβε μέρος στην αντίσταση, όπως μπορούσε ο καθένας. Κάθε συνοικία και κάθε χώρος δουλειάς είχε το δικό του έντυπο, δακτυλογραφημένο, πολυγραφημένο ή κάποτε και χειρόγραφο. Φυλλάδια και προκηρύξεις γέμιζαν την Αθήνα, χάρις στην εξαιρετική ευρηματικότητα των συντακτών και των διανομέων τους. Μικρά παιδιά – οι σαλταδόροι – έκλεβαν τρόφιμα, λάστιχα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης από τα γερμανικά φορτηγά.
Πολλοί κατέφυγαν στα βουνά οργανώνοντας τα πρώτα αντάρτικα σώματα πραγματοποιώντας δολιοφθορές και παρεμποδίζοντας τον ανεφοδιασμό των Γερμανών. Μία από αυτές τις πράξεις υπήρξε η καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής Aθήνας-Θεσσαλονίκης, με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου που παρεκώλυσε τον ανεφοδιασμό των γερμανικών δυνάμεων του Ρόμελ από την Ελλάδα ενώ προκάλεσε ενθουσιασμό και προσδοκίες στο λαό.
Παράλληλα με την πολεμική δράση των ανταρτών στην ύπαιθρο, αλλά και πριν απ’ αυτήν, στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις, οργανώθηκαν απεργίες και άλλες δυναμικές μαζικές εκδηλώσεις, οι οποίες, χάρις στη μαζικότητα, τον ενθουσιασμό και την αποφασιστικότητα του κόσμου που συμμετείχε, κατάφεραν σοβαρά πλήγματα στην κατοχική εξουσία. Οι αυθόρμητες φοιτητικές διαδηλώσεις και οι απεργίες με οικονομικά αιτήματα εξελίχθηκαν σ’ ένα τεράστιο κίνημα διαμαρτυρίας που διαρκώς κλιμακωνόταν, ενώνοντας τις αντιστασιακές φωνές, εργατών, δημόσιων υπαλλήλων, επιχειρηματιών, φοιτητών, και πιέζοντας τις αρχές κατοχής, ξένες και ντόπιες. Θρυλική έμεινε η απεργία της 5ης Mαρτίου 1943, οπότε διαδηλώθηκε η αντίδραση του ελληνικού λαού κατά της επιστράτευσης Eλλήνων εργατών για το Pάιχ, η οποία πράγματι κατάφερε να την αναστείλει ενώ, λίγο νωρίτερα, η κηδεία του ποιητή Κωστή Παλαμά έγινε η αφορμή για μια παλλαϊκή διαδήλωση εναντίον της γερμανικής Κατοχής, που συγκλόνισε την Αθήνα.
H ταχεία προέλαση του σοβιετικού στρατού προς τα Bαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις γερμανικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς ν’ απομακρυνθούν το συντομότερο από την Ελλάδα. Η αναχώρησή τους άρχισε από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Aθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σ’ ένα τεράστιο λαϊκό παραλήρημα. Eλληνικές σημαίες και καμπανοκρουσίες πλημμύρισαν την πρωτεύουσα, ενώ πλήθη κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό. Με ενθουσιασμό έγιναν δεκτά στην πρωτεύουσα τα βρετανικά στρατεύματα ενώ οι εορτασμοί κορυφώθηκαν με την άφιξη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 18 του ίδιου μήνα.
Κάπως έτσι γράφτηκε το Έπος του ’40, έτσι πέρασαν τα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς και της αντίστασης. Οι απώλειες του ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε περίπου 500.000. Ας σημειωθεί ότι 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα ελληνικά χωριά. 72 χρόνια πέρασαν από την ημέρα του ιστορικού ΟΧΙ. Η μικρή μα τόσο μεγάλη Ελλάδα κατάφερε τα επόμενα χρόνια να αναστηθεί από τις στάχτες της. Οι νεκροί αναπαύθηκαν αλλά δε λησμονήθηκαν. Μένει ακόμη ζωντανό το παράδειγμά τους, ότι η ενότητα, η πίστη και η τόλμη μπορούν να κατορθώσουν αυτό που όλοι οι άλλοι θεωρούν ακατόρθωτο.
Βιβλιογραφία-δικτυογραφία
Νational Geograrhic, 1940 – 1941 Ελλάδα η πρώτη νίκη, οπτικοακουστικό λεύκωμα, εκδ. Νational Geograrhic Society, 2001
www.roupel.gr
Της Μαγδαληνής Μ.