Η κατανάλωση πολύ αλατιού δεν κάνει μόνο κακό στην αρτηριακή πίεση, αλλά μπορεί, επίσης, να εξασθενήσει την άμυνα του ανοσοποιητικού συστήματος και την ικανότητά του να καταπολεμά τους παθογόνους μικροοργανισμούς, με συνέπεια μια λοίμωξη να γίνεται πιο σοβαρή, σύμφωνα με μια νέα γερμανική επιστημονική έρευνα, την πρώτη που επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο.
Η μελέτη -παρόλο που αφορούσε βακτήρια και όχι ιούς- είναι επίκαιρη εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, καθώς όπως έχουν τονίσει οι γιατροί, λόγω έλλειψης αντιικών φαρμάκων και εμβολίου για το νέο κορονοϊό SARS-CoV-2, η ανθεκτικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος αποτελεί παράγοντα-κλειδί για την αντοχή των ανθρώπων στον ιό.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Κρίστιαν Κουρτς του Ινστιτούτου Πειραματικής Ανοσολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βόννης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine», έδειξαν ότι τρωκτικά που είχαν κάνει διατροφή πλούσια σε αλάτι, είχαν μικρότερη ικανότητα να καταπολεμήσουν λοιμώξεις των νεφρών από βακτήριο E.coli, καθώς και όλου του σώματος από βακτήρια Listeria.
Στη συνέχεια οι επιστήμονες μελέτησαν δέκα υγιείς ανθρώπους 20 έως 50 ετών, οι οποίοι κατανάλωναν έξι έξτρα γραμμάρια αλάτι τη μέρα (ποσότητα που αντιστοιχεί περίπου στο αλάτι το οποίο περιέχουν δύο γεύματα φαστ φουντ, π.χ. δύο «μπέργκερ»), πέρα από τη συνήθη ποσότητα αλατιού με το καθημερινό φαγητό τους. Μετά από μια εβδομάδα, διαπιστώθηκε ότι -όπως και στα πειραματόζωα- το ανοσοποιητικό σύστημα τους είχε μικρότερη ικανότητα καταπολέμησης βακτηρίων.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά στους ανθρώπους να μη τρώνε περισσότερα από πέντε γραμμάρια αλάτι τη μέρα (περίπου ένα κουταλάκι, στο οποίο όμως περιλαμβάνεται και το αλάτι που περιέχουν τα έτοιμα τρόφιμα) για να αποφύγουν υπέρταση και άλλα προβλήματα. Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι συχνά γίνεται υπέρβαση αυτής της ποσότητας.