Περπατώντας στη Χαρώνδα, στη Σταμάτη, στην Παίδων, στα στενά της παλιάς πόλης της Χαλκίδας, ελάχιστα κτήρια έχουν απομείνει για να δηλώσουν την ιστορία της. Δίπλα στις πολυκατοικίες των δεκαετιών 1960 και 1980, τα συντηρημένα λαϊκά «νεοκλασικά», τα μισογκρεμισμένα «τουρκόσπιτα» και το οθωμανικό τέμενος, τα σύγχρονα πάρκιν και τις αναπλασμένες πλατείες, στέκει και λειτουργείται ακόμα ο πολιούχος ναός της Αγίας Παρασκευής.
Η ιστορία του μνημείου
Η χρονολόγηση του μνημείου ταλαιπώρησε κατά καιρούς τους ειδικούς και τους μελετητές του οδηγώντας τους στη διατύπωση απόψεων που συχνά έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, η επικρατέστερη θεωρία ανέγερσης του συγκροτήματος της Αγίας Παρασκευής, αρχιτεκτονικού τύπου βασιλικής, υποστηρίζει ότι δημιουργήθηκε από το βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον 5ο μ.Χ. αι., στα θεμέλια αρχαίου ειδωλολατρικού ναού. Ο ναός αρχικά αφιερώθηκε στην Παναγία την Περίβλεπτο, αφιέρωση εμπνευσμένη από ανάγλυφο της Θεοτόκου, το οποίο σήμερα είναι εντοιχισμένο στο βόρειο παρεκκλήσι. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1566), ο ναός ανακαινίστηκε σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα και δόθηκε στο λατίνο επίσκοπο. Μετά την άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους (1470), ο ναός μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, προστέθηκε μιναρές και τα πάντα σκεπάστηκαν με ασβέστη. Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη, στάβλος και αμαξοστάσιο. Μετά την απελευθέρωση της πόλης αφιερώθηκε στην Αγία Παρασκευή. Ένας σεισμός το 1854 είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της δυτικής όψης. Ενώ σε σεισμό του 1884, κατέρρευσε το κωδωνοστάσιο, το πάνω τμήμα του οποίου ξαναχτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Αναστάσιο Ορλάνδο. Από όλες αυτές τις παρεμβάσεις δεν έμεινε ανέγγιχτο και το εσωτερικό του μνημείου. Οι Φράγκοι, οι Οθωμανοί αλλά και ο εγκέλαδος και ο νεοκλασικισμός άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στον 1.500 χρόνων ναό, χωρίς όμως να του αφαιρέσουν την παλαιοχριστιανική του ταυτότητα.
Από το 1928, μέχρι σήμερα ο ναός έχει υποστεί ελάχιστες τροποποιήσεις. Την τελευταία δεκαετία γίνονται εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης, από την 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Τυπολογία
Μέγαν, άκομψον και παλαιόν ναόν τον περιγράφει ο Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα», κεφ. ΣΤ, κατανυκτικό οι πιστοί, παλαιοχριστιανικό ο Strzygowski, φραγκικό ο Buchon, βυζαντινή διασκευή σε ενετικό κτίσμα ο Ορλάνδος, νεοκλασική όποιος την πρωτοβλέπει. Ιστορία της πόλης την λένε όσοι την ξέρουν από «μέσα» και από «έξω»
Πρόκειται, λοιπόν, για τρίκλιτη βασιλική, με ξύλινη, δίρριχτη στέγη στο υπερυψωμένο κεντρικό κλίτος. Σήμερα έχει 40 μ. μήκος, 22 μ. πλάτος., και 21 μ. ύψος, ενώ κατά την αρχική της φάση, φαίνεται ότι ξεπερνούσε τα 50 μ. μήκος. Ο ναός περιλαμβάνει τρεις θύρες στη δυτική πλευρά του, η μεσαία οδηγεί στο κεντρικό κλίτος, η δεξιά και η αριστερή στα δύο πλευρικά κλίτη, αντίστοιχα, καθώς και στα κλιμακοστάσια που οδηγούν στο υπερώο. Τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με δύο τοξωτές κιονοστοιχίες, με τρεις κίονες και έναν πεσσό η καθεμιά. Στην ανατολική πλευρά δεσπόζει το Ιερό, η πρόσοψη του οποίου κοσμείται με μαρμάρινο τέμπλο. Αποτελείται από το θολοσκέπαστο Πρεσβυτέριο, το νότιο παρεκκλήσιο, της Αγίας Τριάδας και το βόρειο παρεκκλήσιο, της Παναγίας Θεοτόκου, μικρότερο σε διαστάσεις, καθώς σε επαφή με αυτό, από την εξωτερική πλευρά, βρίσκεται το κλιμακοστάσιο του κωδωνοστασίου.
Οι τροποποιήσεις του ναού σε κάθε περίοδο
Οι μελετητές έχουν καταλήξει ότι ο ναός περιλαμβάνει τέσσερις φάσεις:
• την παλαιοχριστιανική
• τη μεσοβυζαντινή
• τη φραγκική
• τη νεότερη
Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο το μέγεθος του ναού ήταν μεγαλύτερο από το σημερινό, χωρίς όμως να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για τα όρια του. Από αυτή τη περίοδο διατηρούνται οχτώ από τους συνολικά δέκα κίονες. Οι έξι βρίσκονται στις δύο τοξωτές κιονοστοιχίες, ενώ οι άλλες δύο βρίσκονται σήμερα στην πρόσοψη του ναού. Οι κίονες κοσμούνται με κιονόκρανα φτιαγμένα από προκοννήσιο μάρμαρο, ποικίλων ρυθμών. Ένα κορινθιακού ρυθμού, με ανεμιζόμενα φύλλα ακάνθου στον κάλαθο, ένα θεοδοσιανό, και τέσσερα ιωνικού ρυθμού με επίθημα και το μονόγραμμα του Χριστού, πιθανώς της ιουστινιάνειας περιόδου. Στην ίδια περίοδο ανήκουν, τα δύο κορινθιακά κιονόκρανα που στεφανώνουν τους δύο πτυχοειδείς κίονες στο ανατολικότερο τμήμα των κιονοστοιχιών. Επίσης, της ίδιας περιόδου είναι το σπάραγμα από το παλαιοχριστιανικό εικονοστάσι και το ανάγλυφο αγαλμάτιο δεόμενης γυναικείας μορφής, που σήμερα κοσμεί το βόρειο παρεκκλήσι. Σε ενεπίγραφη πλάκα που βρέθηκε σε παρακείμενο ναό, ο ναός αναφέρεται ως Παναγία Περίβλεπτος, και όχι ως Αγία Παρασκευή. Για τη βόρεια πλευρά γνωρίζουμε μόνο ότι υπήρχε το Βαπτιστήριο, χωρίς σαφείς ενδείξεις αν είναι παλαιοχριστιανικό ή μεσοβυζαντινό.
Στη φραγκική περίοδο είναι εμφανές, ότι ανήκει το μεγαλύτερο μέρος των εσωτερικών και εξωτερικών στοιχείων του ναού. Το εξωτερικό είναι πλινθοπερίκλειστο με κεραμοπλαστικό διάκοσμο, κατάλοιπο του 13ου αι., στον οποίο ανήκει ο ρόδακας γοτθικής τεχνοτροπίας και ο σταυρός της πρόσοψης. Ο τρόπος που είναι δομημένα, τα χαμηλά οξυκόρυφα τόξα, πάνω από τους παλαιοχριστιανικούς κίονες, είναι το πρώτο δείγμα συνύπαρξης δυτικών και βυζαντινών μορφών και τεχνικών στην Αγία Παρασκευή.
Το βόρειο και νότιο παρεκκλήσιο, εκατέρωθεν του Πρεσβυτερίου και το κωδωνοστάσιο, είναι έργο των Φράγκων. Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, εκεί κανείς έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε έναν μικρό ναό του Παρισιού, αφού το μικρό παρεκκλήσι φέρει και στο γλυπτικό διάκοσμο του τα χαρακτηριστικά της δυτικής τέχνης. Οι επιφάνειες των τεσσάρων τοίχων καλύπτονται με οξυκόρυφα τόξα των οποίων τα άκρα καταλήγουν σε δίδυμους κιονίσκους. Τα λίθινα, νευροειδή σταυροθόλια της οροφής, καταλήγουν σε γλυπτά μαρμάρινα φουρούσια. Στις τοιχογραφίες του διακρίνονται και οι επεμβάσεις των Οθωμανών. Μπορεί να μην έχει διασωθεί ο μιναρές που υψωνόταν στο εξωτερικό του ναού, ωστόσο η καταστροφή στις τοιχογραφίες μαρτυρεί την λατρευτική χρήση του ναού την περίοδο αυτή ως τζαμιού. Στο βόρειο τοίχο του διασώζεται εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα του 14ου αι, με τη λατινική επιγραφή από τον τάφο του Φράγκου ηγεμόνα, Petro Lippamano. Κάτω από αυτή βρίσκεται το αρκοσόλιο του ηγεμόνα και πάνω από αυτή εντοιχισμένο το αγαλμάτιο της Δεομένης Θεοτόκου. Στο ίδιο αρχιτεκτονικό στυλ κινείται και το νότιο παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδας.
Το εντυπωσιακότερο γοτθικό στοιχείο είναι το μαρμάρινο τέμπλο, το οποίο αποτελεί τροποποίηση του παλαιότερου μεσοβυζαντινού τέμπλου. Ο κοσμήτης του περιλαμβάνει τρία πομπώδη οξυκόρυφα τόξα, με περίτεχνο γλυπτικό διάκοσμο. Το μεσαίο και μεγαλύτερο οξυκόρυφο τόξο που υποβαστάζει το ανατολικό αέτωμα του κεντρικού κλίτους του Πρεσβυτερίου είναι ένα από τα καλύτερα σωζόμενα γοτθικά στοιχεία του ναού. Πρόκειται, λοιπόν, για διπλό τόξο διακοσμημένο με δύο ομόκεντρες ταινίες με περίτεχνα ανάγλυφα, το οποίο στηρίζεται σε πρισματικά επίκρανα με φυλλώματα. Η εξωτερική ταινία φέρει ανάγλυφο μίσχο σε ελικοειδή κίνηση με φύλλα και καρπούς αμπέλου. Στις ταινίες, διακρίνονται φύλλα, καρποί και σπόροι, παρεμβάλλονται όμως και δέκα ανθρώπινες μορφές, η μορφή ενός πάνθηρα και ενός μυθικού πλάσματος. Στα κλειδιά του διπλού τόξου, διακρίνεται το κεφάλι ενός λιονταριού και ο πεντάφυλλος ρόδακας.
Δύο από τα οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα με τις περίτεχνα κοσμημένες κορνίζες τους στην ανατολική και βόρεια πλευρά, οι δύο μεσαίες αντηρίδες του νοτίου τοίχου, διατηρούνται από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Το κωδωνοστάσιο, αν και η ανέγερση του γίνεται τότε, μόνο το κάτω τμήμα είναι φράγκικο.
Μετά την απελευθέρωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους, το 1833, απομακρύνεται από το ναό το μουσουλμανικό τέμενος και ο ναός λειτουργεί ξανά, τιμώντας την χάρη της Αγίας Παρασκευής. Τον 19ο αι., η πόλη δοκιμάστηκε από δύο μεγάλους σεισμούς με ολέθριες για το ναό συνέπειες. Όλη η δυτική όψη καταρρέει, όπως και μεγάλο κομμάτι των πλευρικών εξωτερικών τοίχων. Η νέα πρόσοψη χτίζεται εφτά μέτρα πιο πίσω, αφήνοντας τους δύο πρώτους κίονες της εσωτερικής τοξοστοιχίας να την κοσμούν. Ο Νεοκλασικισμός που επικρατεί ως αρχιτεκτονικό ρεύμα εκείνη την περίοδο επηρεάζει και την πρόσοψη του ναού, η οποία χτίζεται κατά αυτά τα πρότυπα, διατηρώντας από την παλιά πρόσοψη λίγα χαρακτηριστικά, ανάμεσα τους και ο στρογγυλός φεγγίτης (ρόδακας). Η όψη χωρίζεται σε τρεις ζώνες, τη βάση τον κορμό και τη στέψη με το αέτωμα, ενώ ανοίγονται τρία ισοϋψή παράθυρα, συμμετρικά διατεταγμένα, στον κορμό. Τα ανοίγματα περιβάλλονται από γείσο και στις άκρες τοποθετούνται ακροκέραμα. Περιμετρικά της ξύλινης στέγης τοποθετείται βυζαντινής τεχνοτροπίας οδοντωτό γείσο.. Το 1927, ο ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος αναλαμβάνει την ανέγερση του κωδωνοστασίου που κατέρρευσε σε σεισμό μαζί με τη στέγη του βορείου παρεκκλησίου.
Τέλος, …
Η Αγία Παρασκευή είναι σαν ένα λεύκωμα που ο καθένας άφησε την «υπογραφή» του. Οι Βυζαντινοί, οι Φράγκοι, οι Τούρκοι, οι παππούδες των παππούδων μας και η γενιά μας και αν όχι οι ίδιοι, οι «μάστορες» της κάθε εποχής πρόσθεσαν, αφαίρεσαν, διακόσμησαν ή βεβήλωσαν κάποιο κομμάτι του ναού. Επιβίωσε από τις ληστρικές επιθέσεις Σαρακηνών, τις αυθαιρεσίες των Τούρκων, τους καταστρεπτικούς σεισμούς, που έπλητταν την πόλη. Κατέρρευσε και ανακατασκευάσθηκε ανά τους αιώνες, κατά τον ρυθμό που ήκμαζε σε κάθε περίοδο δημιουργώντας ένα αμάλγαμα παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και γοτθικής τεχνοτροπίας, που εναρμονίστηκε με τον νεοκλασικισμό του 20ού αι. και στέκει ως τον 21ο αιώνα.
Χριστίνα Αθανασίου, Διαχείριση Πολιτισμικών Πόρων
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιαννόπουλος Ν.Ι., “Χριστιανικά και Βυζαντινά Γλυπτά”, Δ.Χ.Α.Ε., περ. β΄ τόμος Α΄ , τεύχη γ-588/119, Χαλκίδα 1924
Γιαννόπουλος Ν.Ι., “Χριστιανικαί Αρχαιότητες Χαλκίδος”, Δ.Ι.Ε.Ε., 1929
Ιωαννίδης Α. Κωνσταντίνος, “Η τρίκλιτη Βασιλική της Αγίας Παρασκευής στη Χαλκίδα”, Ίνδικτος, Αθήνα 2007
Αρχιμ. Ι. Λιάπης, “Μεσαιωνικά Μνημεία Ευβοίας”, Ι. Μητρόπολη Χαλκίδος, Αθήνα 1972
Μπούρας Χ., “Βυζαντινή και μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα”, Μέλισσα, Αθήνα 2001
Ξυγγόπουλος Α., “Το Τέμπλον της Αγίας Παρασκευής εν Χαλκίδι”, Δ.Χ.Α.Ε., περ. β΄ τόμος Δ΄, 1927
Ορλάνδος Α., “Η Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής ”, (Ε.Γ.Ε.), 1922
– Ε.Ε.Β.Σ., 1928
– Δ.Χ.Α.Ε, περ. β΄ τόμος Δ΄, 1927
Τριανταφυλλόπουλος Δ., “Η Μεσαιωνική Χαλκίδα και τα μνημεία της (σχαδίασμα αρχαιολογικής βιβλιογαφίας ) ”, Α.Ε.Μ. ΙΣΤ΄, Αθήνα 1970.
Φουσάρα Γ., “Tα «Ευβοϊκά» του Εβλία Τσελεμπή”, Α.Ε.Μ., 1959
Strygowski J., “Παλαιά Βυζαντινή Βασιλική εν Χαλκίδι”, Δ.Ι.Ε.Ε., τόμος Β΄
Strzygowski και Α. Ορλάνδος ,”Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της Μεσογειακής λεκάνης”, τόμοι 1-2, Αθήνα 1952-1954
http://www.gothicmed.es/browsable/el/agia-paraskevi.html-print=true.htm
christinatha@windowslive.com